παραγνωρίζω — παραγνωρίζω, παραγνώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: παραγνωρίζω, παραγνωρίζομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → δεν αναγνωρίζω, δεν εκτιμώ σωστά την αξία ατόμου ή πράγματος. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → γνωρίζω πολύ καλά (σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραγνωρίζω — ΝΜ κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ νεοελλ. 1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του») 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν παίρνω για κάποιον άλλο 3 … Dictionary of Greek
παραγνώρισμα — το [παραγνωρίζω] το αποτέλεσμα του παραγνωρίζω, εσφαλμένη αναγνώριση … Dictionary of Greek
παραγνωρίζομαι — παραγνωρίζομαι, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: παραγνωρίζω, παραγνωρίζομαι : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → δεν αναγνωρίζω, δεν εκτιμώ σωστά την αξία ατόμου ή πράγματος. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλογνοώ — ἀλλογνοῶ ( έω) (Α) 1. θεωρώ κάτι ως κάτι άλλο, παραγνωρίζω 2. γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γνοῶ ( έω) < θ. γνω , < ἔγνων τού ρ. γιγνώσκω] … Dictionary of Greek
γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραγνώριση — η 1. λανθασμένη ή και άδικη κρίση, εκτίμηση ή διαπίστωση 2. περιφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγνωρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Ι. Χαλικιόπουλο] … Dictionary of Greek
παραγνωρισμένος — η, ο βλ. παραγνωρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτιμώ — υποτίμησα, υποτιμήθηκα, υποτιμημένος 1. ελαττώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος: Υποτιμήθηκαν τα παπούτσια. 2. μτφ., κρίνω κάτι κατώτερο από την πραγματική του αξία, παραγνωρίζω, δεν εκτιμώ όσο πρέπει: Μην υποτιμάς τον αντίπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)